Η Θεραπεία

Ο άντρας με τα μακριά μαλλιά μπήκε στο ιατρείο. «Καλημέρα» τον χαιρέτισε ο γιατρός. Ο άλλος κάθισε αβέβαια σε μια πολυθρόνα, σταύρωσε τα χέρια και βάλθηκε να κοιτάζει τα τριμμένα του σανδάλια. «Πρέπει να συμπληρώσω ορισμένες τυπικότητες» συνέχισε ο γιατρός. «Όνομα;»

«Εμμανουήλ»

«Ετών;»

«Τριάντα τριών»

«Επάγγελμα;»

«Πολλά. Ποιμένας, σπορέας, ψαράς, διδάσκαλος. Τον τελευταίο καιρό θεραπεύω»

«Εντάξει». Ο γιατρός τον μελέτησε λίγο στρώνοντας αφηρημένα τα μαλλιά του. «Μίλησέ μου για σένα. Πες μου ό,τι θέλεις».

«Λοιπόν…» ο άλλος κοίταξε αμήχανα τα πόδια του που ακόμα γλιστρούσαν από το ελαιώδες μύρο με το οποίο είχαν αλειφθεί. Ανακάλυψε μία γυναικεία τρίχα και την έβγαλε. «Νιώθω χαμένος… Ακόμα και τα ζώα έχουν τις φωλιές τους, εγώ δεν έχω πού να γείρω το κεφάλι μου. Κουβαλάω το σταυρό μου…»

«Εγώ βλέπω ότι είσαι όμορφος, δυνατός και οικονομικά ανεξάρτητος. Όλη η ζωή βρίσκεται μπροστά σου. Τι παραπάνω ψάχνεις;» ρώτησε ήπια ο γιατρός.

«Δεν ξέρω… το βασίλειο που ψάχνω δεν είναι του κόσμου τούτου. Μου φαίνεται πως θα πεθάνω σαν αρνί σφαγμένο…»

«Α, ώστε έτσι νιώθεις», έκανε ο γιατρός. Έξω ήταν μια ζεστή και ηλιόλουστη μέρα και στο λαιμό του κυλούσαν στάλες ιδρώτα, το κλιματιστικό δε βοηθούσε και πολύ. «Μίλησέ μου λίγο για την παιδική σου ηλικία», είπε τελικά.

«Η κατάσταση στο σπίτι με πίεζε. Η μητέρα ήταν έγκυος σε μένα –όχι απ’ τον πατέρα– πριν το γάμο. Στην αρχή αυτός δεν ήθελε να την παντρευτεί, νομίζω πως και σήμερα δεν το ’χει ξεπεράσει. Στο σχολείο ήμουν ο καλύτερος μαθητής, από δώδεκα χρονών μπορούσα να διδάσκω τους ηλικιωμένους σοφούς».

«Μεγάλο βάρος για ένα παιδάκι… Είχαν απαιτήσεις οι γονείς σου;»

«Αν είχαν, λέει…». Μία φευγαλέα σκιά φάνηκε στο βλέμμα του άντρα. «Όταν μου έκαναν περιτομή, ένας γέροντας δήλωσε ότι θα γίνω σπουδαίος κι οι γονείς μου το δέσαν κόμπο. Μεγαλώνοντας όμως με τράβηξε η θρησκεία. Η μητέρα ακόμα στεναχωριέται που δεν έγινα δικηγόρος…»

«Έχεις αποκόψει ένα μεγάλο μέρος χαράς από τη ζωή σου» παρατήρησε ο γιατρός. «Πες μου όμως κάτι άλλο, κοιμάσαι ικανοποιητικά;»

«Όχι… νιώθω συνέχεια κουρασμένος».

«Θα πρέπει να κοιμάσαι περισσότερο, η έλλειψη ύπνου είναι που σε κάνει ευέξαπτο. Αν κοιμόσουνα κανονικά, δε θα έχανες την ψυχραιμία σου εκείνη τη μέρα στο ναό». Έβγαλε ένα χαρτί και διάβασε: «Σύλληψη για φθορά ξένης περιουσίας, διατάραξη κοινής ησυχίας, υποκίνηση σε στάση και αντίσταση κατά της αρχής. Ποινή, τρεις μήνες με αναστολή, αποζημίωση μηνυτών, υποχρεωτική κοινωνική εργασία».

«Ναι, αλλά εκείνοι οι πωλητές είχαν καταντήσει το ναό οίκο εμπορίου!»

«Όμως είχαν πληρώσει το δημοτικό φόρο και ήταν καθόλα νόμιμοι».

«Με το νόμο που όρισε ο Καίσαρας, όχι ο Θεός».

«Μα, βρε χριστιανέ μου…»

«Δεν είμαι χριστιανός. Εβραίος είμαι».

«Ναι, καλά, τρόπος του λέγειν. Ας δώσουμε όμως στον Καίσαρα τα του Καίσαρος και στο Θεό τα του Θεού. Άνθρωποι ήταν κι εκείνοι, ήθελαν απλώς να βγάλουν τον άρτο τον επιούσιο».

Ο άντρας έσκυψε το κεφάλι. «Έκανα κάτι κακό… έτσι δεν είναι, γιατρέ;»

«Εγώ πάντως δε σε κρίνω» απάντησε ο γιατρός. «Περνάς μία κρίση κατάθλιψης, η οποία μπορεί να σχετίζεται με την παιδική σου ηλικία και την απόρριψη από τον πατέρα σου. Ας κοιτάξουμε όμως μπροστά. Θα ακολουθήσουμε μία αγωγή με αντικαταθλιπτικά».

«Δε θέλω να πάρω χάπια… νιώθω σα να παίρνω ναρκωτικά…»

«Έλα, δεν είναι έτσι και το ξέρεις. Δε μολύνει τον άνθρωπο αυτό που μπαίνει στο στόμα του, αλλά αυτό που βγαίνει από το στόμα του. Μόνο για λίγο θα τα πάρεις, μέχρι να περάσει η κρίση. Εντάξει;»

«…ναι…»

«Λοιπόν, τρία χάπια την ημέρα απ’ αυτά, πρωί-βράδυ, και ένα από τούτα εδώ. Τώρα, θα ήθελα ν’ αλλάξεις κάποια πράγματα στη ζωή σου. Πήγαινε σινεμά, δες φίλους, γλέντα. Είσαι και σε ηλικία γάμου, έχεις παντρευτεί;»

«Όχι».

«Καιρός να γνωρίσεις κάποια καλή κοπέλα – είμαι σίγουρος πως αν προσέξεις λίγο το ντύσιμό σου, θα έχεις αρκετές κατακτήσεις».

«Δε σκέφτομαι το ντύσιμό μου. Τα λουλούδια δε νοιάζονται τι θα φορέσουν, όμως ούτε ο βασιλιάς Σολομώντας δεν είχε τόσο λαμπρή φορεσιά όσο αυτά».

«Αρκετά λαμπρή, πάντως, ώστε να τον κάνει δημοφιλή στις γυναίκες. Ο χρόνος μας τέλειωσε. Θα ήθελες να περάσεις από το ταμείο και να τακτοποιήσεις την επίσκεψή σου; Η αμοιβή μου είναι τριάντα αργύρια».



Ο κοντοκουρεμένος άντρας μπήκε στο ιατρείο. «Καλημέρα» τον χαιρέτισε ο γιατρός. «Λοιπόν, πώς αισθάνεσαι τώρα;»

«Πολύ πιο χαρούμενος, γιατρέ! Κοιμάμαι κανονικά, πηγαίνω σε γυμναστήριο και βγαίνω κάθε βράδυ. Καινούργια ζωή!»

«Σίγουρα, έχεις άλλον αέρα. Σαν να φοράς φωτοστέφανο! Τι λες, άξιζε τον κόπο η επίσκεψη;»

«Βέβαια!» απάντησε αμέσως ο άντρας. «Απορώ πώς ζούσα παλιότερα!»

«Η δουλειά πώς πάει;»

«Παράτησα τις θεραπείες. Τώρα εργάζομαι στην Ιντερναζαρέτ – Ασφαλιστική».

«Αυτά είναι καλά νέα!» είπε ο γιατρός περνώντας το χέρι μέσα από τα πυκνά μαλλιά του. «Έτσι έρχεσαι σε επαφή με πολύ κόσμο. Τι αναλαμβάνεις;»

«Προωθώ ένα πακέτο που περιλαμβάνει ασφάλεια κλοπής, σκουριάς και σκουληκιών. Τι νόημα έχει να συσσωρεύεις θησαυρό επί της γης αν οι ληστές μπαίνουν και τον κλέβουν; Αν ο σκώληκας και η σκουριά τον αφανίζει; Ασφάλισέ τον λοιπόν στην Ιντερναζαρέτ και θα κοιμάσαι τα βράδια ήσυχος – γιατί εκεί που είναι ο θησαυρός σου, εκεί είναι και η καρδιά σου. Δε σας είπα όμως και το άλλο…!»

«Ποιο;»

«Γνώρισα μια κοπέλα, αρχίζουμε να συζητάμε για γάμο».

«Πολύ ωραία! Λοιπόν, φίλε μου, νομίζω πως εγώ δε χρειάζομαι πια. Ως προς τα χάπια, θα συνεχίσεις να μειώνεις τη δόση, όπως είπαμε, και την άλλη βδομάδα θα τα σταματήσεις εντελώς».

«Εντάξει, γιατρέ».

«Να πας στο καλό».

«Γεια σας, γιατρέ, ευχαριστώ πολύ!» είπε ο ασφαλιστής, σηκώθηκε και βγήκε από την πόρτα με ζωηρή διάθεση.

Ο γιατρός έγειρε πίσω στην καρέκλα και ξεφύσηξε με ανακούφιση. Σκούπισε τον ιδρώτα στο λαιμό του και χαμογέλασε αχνά. Έξυσε το κεφάλι του, χάιδεψε τα κρυμμένα κερατάκια μέσα στα μαλλιά του και σηκώθηκε όρθιος. Οι οπλές από τα κατσικίσιά του πόδια αντήχησαν επάνω στα πλακάκια του πατώματος καθώς περπάτησε προς το παράθυρο και το άνοιξε. Μη μπορώντας ν’ αντισταθεί στον πειρασμό (ήταν ειδικός σ’ αυτούς), κοίταξε προς τον ουρανό και φώναξε: «Σε νίκησα! Ο μεγαλύτερός μου εχθρός, όμως σε νίκησα! Και μάλιστα πώς; Σε θεράπευσα!»


(παλιό διηγηματάκι, ξαναδουλεμένο)

4 σχόλια:

  1. Εξαιρετικο.Ειχες αναφερει τη διαγνωση του Χριστου σε κατι αφορισμους αν θυμαμαι...
    Πετυχημενο,οπως και το republica effexoriana...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @echt
    Ναι, αυτή ήταν η αρχική έμπνευση, ότι αν ένας σύγχρονος ψυχίατρος μελετήσει την περίπτωση του Χριστού, όπως παρουσιάζεται στα Ευαγγέλια, με ψυχρό επαγγελματισμό, είναι αναγκασμένος να βγάλει το συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος αυτός έπασχε από κλινική κατάθλιψη ή μανιοκατάθλιψη (η εκδίωξη των εμπόρων από το Ναό)

    Δεν ξέρω αν είναι εξαιρετικό, να 'σαι καλά πάντως. Ένα παλιό διηγηματάκι που το ξαναδούλεψα πρόσφατα.

    @ακίνδυνος
    Κάτι που αποδεικνύει ότι η drug therapy είναι του διαβόλου, ενώ η talk therapy είναι του Θεού

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.