Η Ευτυχία Είναι Αυτό Που Περιμένουμε Να 'Ρθει

Ο ΟΗΕ έχει ορίσει την 20η Μαρτίου ως παγκόσμια ημέρα της ευτυχίας, όμως υπάρχει μια πραγματικότητα: σχεδόν όλος ο κόσμος φτάνει κάποια στιγμή της ζωής του και ομολογεί, «δεν είμαι ευτυχισμένος...»

Δε σημαίνει αναγκαστικά ότι είναι και δυστυχισμένος. Μπορεί να είναι τουλάχιστον καλυμμένος σε όλα τα βασικά βιοτικά, συναισθηματικά, κοινωνικά θέματα. Όμως αισθάνεται τη ζωή του σαν ποιήμα Κικής Δημουλά: κάτι λείπει, κάτι θεμελιώδες. Τα ποιήματα της Δημουλά δεν εκφράζουν δυστυχία και πόνο αλλά έλλειψη ευτυχίας.

Ψήγματα από το θεμελιώδες κάτι της ευτυχίας έχουν νιώσει όλοι κατά καιρούς στη ζωή τους και το βρήκαν πιο γλυκό κι από το μέλι, κι από το σεξ, κι από την πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά. Μόνιμα το προσδοκούν στο μέλλον, λένε στον εαυτό τους: «θα είμαι ευτυχισμένος όταν περάσω στις εξετάσεις / διοριστώ / με αγαπήσει η Μαρία / κάνω παιδιά / βγάλω χρήματα / έχω δικό μου σπίτι, αυτοκίνητο κ.λπ.». Όμως το πάνγλυκο κάτι της ευτυχίας συνεχίζει να παραμένει φευγαλέο, σαν ατίθασο αγρίμι. «Η ευτυχία είναι αυτό που περιμένουμε να ‘ρθει» τραγουδούσε παλιά ο Μανόλης Φάμελος. Συνεχώς το περιμένουμε και ποτέ δεν έρχεται... Όχι, ψέματα! Κάποιες φορές, το φευγαλέο αγρίμι της ευτυχίας εμφανίζεται απρόσκλητο, απρόσμενο και απρογραμμάτιστο, εκεί που δεν το περιμένεις. «Η ευτυχία συνηθίζει να τρυπώνει από την πόρτα που ξέχασες ανοιχτή», έλεγε ο John Barrymore, ένας παλιός αμερικάνος ηθοποιός. Κάνει μια σύντομη επίσκεψη και φεύγει γρήγορα, αφήνει μόνο μια ανάμνηση. Κι ο κόσμος συνεχίζει να ζει τη ζωή του σαν ποιήμα Κικής Δημουλά προσδοκώντας την ευτυχία κάπου στο μέλλον, όμως το μέλλον γίνεται παρόν κι η ευτυχία συνεχίζει να είναι αυτό που περιμένουμε να ‘ρθει...

Δεν έχω το μυστικό της, δεν μπορώ να σου πω τον τρόπο να γίνεις ευτυχισμένος. Μπορώ όμως να κάνω το αμέσως καλύτερο, να συγκεντρώσω μερικά κριτήρια για την ευτυχία που έθεσαν κατά καιρούς διάφοροι που προβληματίστηκαν σχετικά. Θα έχουμε εκλεκτή παρέα: Αριστοτέλης, Κίρκεγκορ, Βίκτωρ Φρανκλ. Θέλω να μαζέψω αυτά τα κριτήρια και να δω την εικόνα που βγαίνει.


Ικανοποίηση και Ευτυχία
Κάπου στα Ηθικά Νικομάχεια ο Αριστοτέλης κάνει τη διάκριση μεταξύ ικανοποίησης και ευτυχίας. Είναι διαφορετικά ζώα, λέει, καλό είναι να μην τα μπερδεύουμε. Ο Αριστοτέλης έβλεπε την ικανοποίηση ως την ευχαρίστηση που λαμβάνει κάποιος λόγω ευνοϊκής σύγκλισης εξωτερικών περιστάσεων: βγάζω καλά χρήματα, με αγαπάει η Μαρία, διορίζομαι, περνάω στις εξετάσεις, κλείνω μια καλή συμφωνία, γίνομαι διάσημος κ.λπ. άρα είμαι... όχι ευτυχισμένος αλλά ικανοποιημένος. Μέχρι εκεί. Όμως στη ζωή υπάρχει και κάτι άλλο. Δεν το κλείσαμε το θέμα, υπάρχει επιπλέον μια βαθιά εσωτερική πλήρωση, μια οργιαστική υπαρξιακή ζεστασιά: είμαι αυτός που πρέπει να είμαι, κάνω αυτό που πρέπει να κάνω, βρίσκομαι εδώ που πρέπει να βρίσκομαι, όλα γύρω μου είναι ακριβώς όπως πρέπει να είναι. Όταν είμαστε ευτυχισμένοι, δεν θέλουμε ν' αλλάξει τίποτα, όλα είναι άψογα. Αυτήν την οργιαστική υπαρξιακή ζεστασιά είναι που ονόμαζε ευτυχία («ευδαιμονία») ο Αριστοτέλης, ο οποίος μάλιστα έλεγε ότι είναι ανεξάρτητη των εξωτερικών περιστάσεων, με την έννοια ότι μπορεί να παραμένει ακόμα κι αν όλα έρχονται στραβά, ακόμα κι αν η ικανοποίηση πέσει στο μίνιμουμ. Εδώ έχουμε το πρώτο κριτήριο:
(1) Η μεγάλη συγκέντρωση ικανοποίησης δεν μετατρέπεται σε ευτυχία, είναι διαφορετικά ζώα. Και ορισμένες φορές μάλιστα είναι φυσικοί εχθροί μεταξύ τους. Η ευτυχία δεν είναι θέμα ευνοϊκής σύγκλισης των εξωτερικών περιστάσεων, οπότε αν καταπιάνεσαι αποκλειστικά με την προσπάθεια ευνοϊκού επηρεασμού τους, συνεχίζεις να παραμένεις σε τροχιά όπου θα πεις μια μέρα: «δεν είμαι ευτυχισμένος...» 
Αν πρέπει να διαλέξω ένα σύμβολο για τη διάσταση μεταξύ ευτυχίας και ικανοποίησης, θα ήταν αυτή η σκηνή από το The Straight Story του David Lynch: o Άλβιν κάνει μια διαδρομή 240 μιλίων να δει τον αδερφό του, με τον οποίο ήταν τσακωμένοι, πάνω σ’ ένα χλοοκοπτικό τρακτεράκι κήπου. Στη διαδρομή σπάει το σασμάν. Ένας τύπος προθυμοποιείται να τον πετάξει γρήγορα και άνετα με το αυτοκίνητό του (ικανοποίηση), όμως ο Άλβιν επιμένει να επισκευάσει το μικρό μηχάνημά του, που πιάνει ταχύτητες μέχρι 5 μίλια/ώρα, και να συνεχίσει μ' αυτό. Διότι καταλαβαίνει ότι είναι απαραίτητο να ταλαιπωρηθεί και να ζήσει τη διαδρομή μέτρο προς μέτρο προκειμένου να μαλακώσει το πείσμα του και να κάνει ειρήνη με τον αδερφό του (ευτυχία).

Η αριστοτελική ευτυχία είναι αόρατη για όλες σχεδόν τις σύγχρονες επιστήμες που ασχολούνται με τον άνθρωπο. Όλες μπορούν να δουν μόνο μέχρι την ικανοποίηση, όχι περισσότερο. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των Οικονομικών, της Ψυχολογίας, της Κοινωνιολογίας, της Εξελικτικής Βιολογίας, της Θεωρίας Ορθολογικής Επιλογής κ.α. ασχολείται μόνο με την ευχαρίστηση που λαμβάνει ο άνθρωπος από εξωτερικές περιστάσεις, αγαθά, καταστάσεις. Για παράδειγμα, η θεμελιώδης έννοια της χρησιμότητας (utility), πάνω στην οποία χτίζονται τα Οικονομικά των δογματικών, ορίζεται συνήθως ως η ευχαρίστηση που οφείλεται σε πλήρωση επιθυμιών από την χρήση αγαθών και υπηρεσιών – δηλαδή, η αριστοτελική ικανοποίηση. Επίσης, ένα τεράστιο μέρος της Ψυχολογίας βλέπει τον άνθρωπο ως ένα δεδομένο σύνολο αναγκών και επιθυμιών που, σαν πεινασμένα μωρά, ζητάνε συνεχώς εκπλήρωση από εξωτερικές καταστάσεις. Μέχρι εκεί, όχι περισσότερο. Ως προς την τρέντι επιστήμη της Εξελικτικής Ψυχολογίας, διαβάζω τους Leda Cosmides & John Tooby στο Handbook of Emotions (2000) να αναφέρουν: «Τα κύματα χαράς ή ευτυχίας είναι ένα συναισθηματικό πρόγραμμα που εξελίχθηκε για να ανταποκρίνεται σε καταστάσεις κατά τις οποίες κάποιος συναντά απροσδόκητα θετικά γεγονότα» (εδώ, σελ. 123). Με άλλα λόγια, η αριστοτελική ικανοποίηση. Είπαμε όμως: ως προς την ευτυχία, όλες σχεδόν οι σύγχρονες επιστήμες που ασχολούνται με τον άνθρωπο παραμένουν τυφλές.

Τι μέγεθος είναι η ευτυχία; Κατά τα περιθώρια που αφήνει ο Αριστοτέλης:

Α) Δεν είναι μετρήσιμο μέγεθος – εννοώντας ότι είναι δύσκολο να διαπιστώσεις την ευτυχία κάποιου παρατηρώντας τα ορατά, αντικειμενικά μεγέθη της ζωής του: τι εισόδημα έχει, πόσο δημοφιλής είναι, σε πόσο καλή συνοικία ζει κ.λπ. Όλα αυτά ίσως σου δώσουν μια ιδέα για την ικανοποίησή του, δύσκολα όμως για την ευτυχία του. Ο Αριστοτέλης τουλάχιστον, πιστεύω, θα έκανε τέτοιες ερωτήσεις για να διαπιστώσει την ευτυχία κάποιου: Νιώθει ότι έχει σκοπούς στη ζωή του; Ότι αυτοί οι σκοποί είναι ξεκάθαροι; Ότι ζει για κάποιο λόγο; Αντιμετωπίζει τακτικά προκλήσεις;... τέτοια πράγματα. Από αυτήν τη σκοπιά, η ευτυχία είναι ηρωικό μέγεθος: πρέπει να ξεπερνάς τακτικά τον εαυτό σου ώστε να έχεις μια πιθανότητα να πεις κάποτε, «είμαι ευτυχισμένος!»

Χρησιμοποιώ τη λέξη ηρωικός όπως στη φιλολογία των Κινηματογραφικών Σπουδών: πρωταγωνιστής είναι το βασικό πρόσωπο μιας ιστορίας, ενώ ήρωας είναι ο πρωταγωνιστής που επιπλέον πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό του για να προχωρήσει η πλοκή.

Β) Επίσης, η ευτυχία δεν είναι οικονομικό μέγεθος. Σε αντίθεση μ’ αυτήν, η ικανοποίηση συνήθως παρουσιάζεται από όλες τις σύγχρονες επιστήμες ως οικονομικό μέγεθος: εξαρτάται από εξωτερικές περιστάσεις και αγαθά, τα οποία συχνά υπόκεινται σε νόμους σπάνης («όσο περισσότερο έχεις εσύ, τόσο λιγότερο απομένει για μένα»). Η ευτυχία όμως δεν υπόκειται αναγκαστικά σε νόμο σπάνης.

Γ) Επίσης, η ικανοποίηση συχνά παρουσιάζεται από τις σύγχρονες επιστήμες ως μαλθουσιανό μέγεθος: η δική σου ικανοποίηση είναι κακό νέο για μένα. Οπότε συχνά οδηγεί και σε ανταγωνισμούς. Όμως ο Αριστοτέλης τουλάχιστον αφήνει το περιθώριο η ευτυχία να είναι αντι-οικονομικό, ακόμα και αντι-μαλθουσιανό μέγεθος: η δική σου ευτυχία ίσως είναι καλό νέο για μένα. Ίσως είναι κάτι που συντελεί και στη δική μου ευτυχία.

(Στα Οικονομικά των δογματικών, αυτό που λέω μαλθουσιανό μέγεθος περιγράφεται με τον όρο της αντιπαλότητας, rivalry. Από αυτή τη σκοπιά, η ευτυχία ίσως να είναι anti-rival μέγεθος. Ο Βίκτωρ Φρανκλ, που θα δούμε παρακάτω, έτσι ακριβώς έβλεπε την ευτυχία, ως μη-μετρήσιμο, μη-οικονομικό και anti-rival μέγεθος).

Όμως ας ξαναγυρίσουμε στον Αριστοτέλη. Στα Ηθικά Νικομάχεια, αυτός έλεγε κάτι κρυπτικό για την ευτυχία, ότι μπορεί να σου τη δώσει μόνο ένα πράγμα στον κόσμο: να ταχθείς σ’ αυτό για το οποίο γεννήθηκες. Είσαι γεννημένος για κάποιο σκοπό, όπως ένα μαχαίρι κατασκευάστηκε για να κόβει. Και όσο απέχεις από τον σκοπό σου, είσαι σαν στομωμένο μαχαίρι. Στη δική του ορολογία, ο Αριστοτέλης ονόμαζε τέλος αυτό για το οποίο ο καθένας γεννήθηκε (με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης, «τέλος» δηλαδή «σκοπός») και δεν μας είπε πολλά γι’ αυτό. Θεωρούσε πάντως ότι το τέλος σου είναι αυτό που πραγματικά είσαι, το αληθινό σου βιογραφικό. Ο Αριστοτέλης θα έλεγε ότι τα βιογραφικά που συνήθως συντάσσουμε σήμερα, οι περιγραφές που κάνουμε για τον εαυτό μας, είναι ελλιπή. Μπορεί μεν να είναι πραγματολογικώς σωστά, να αναφέρουν την ηλικία, τα πτυχία, τα επιτεύγματά μας, δεν αναφέρουν όμως το σημαντικότερο: το τέλος μας (= τον σκοπό μας), αυτό για το οποίο γεννηθήκαμε. Αυτό που πραγματικά είμαστε. Δεν είσαι η γέννησή σου, θα έλεγε ο Αριστοτέλης, δεν είσαι η κοινωνική ομάδα που έτυχε να ανήκεις, είσαι το τέλος σου.

Πώς θα πρέπει να διαβάσουμε τις κρυπτικές επισημάνσεις του Αριστοτέλη; Θα το δείξω με μια παρομοίωση από τον κόσμο των ΜΚΟ:

Από αυτά που έχω δει και καταλάβει, οι περισσότερες ΜΚΟ ξεκινάνε με κάποιον ευγενή στόχο (προστασία προσφύγων, φορέων HIV, απειλούμενων ειδών κ.α. – το τέλος της ΜΚΟ) και τον υπηρετούν αφοσιωμένα. Αρχικά. Στην πορεία όμως μεταμορφώνονται σε κάτι άλλο. Σε κάτι που έχει πρωταρχικό σκοπό τη διατήρηση της ΜΚΟ – να συνεχίζει να υπάρχει το μαγαζί, να πληρώνονται οι λογαριασμοί, να τυπώνονται τα φυλλάδια, να γράφονται καινούργια μέλη κ.λπ. – και μόνο σε δεύτερο λόγο τον ευγενή στόχο. Για την ακρίβεια, κατά τη μεταμόρφωσή τους οι ΜΚΟ χρησιμοποιούν τον ευγενή στόχο ως μάρκετινγκ για την επιβίωσή τους. Από εκεί που στην αρχή η ΜΚΟ δούλευε π.χ. για τη χειραφέτηση των εθνοτικών μειονοτήτων, στην πορεία αρχίζει να δουλεύει έτσι ώστε να στέλνει αναφορές στον ΟΗΕ για κάτι που μπορεί να παρουσιαστεί ως χειραφέτηση των εθνοτικών μειονοτήτων προκειμένου να ενταχθεί στο Πρόγραμμα Τάδε και να πάρει την επιδότηση. Από εκεί που ο ευγενής στόχος ήταν αυτοσκοπός, στην πορεία γίνεται το μέσο για την επίτευξη ενός άλλου σκοπού (= τη διατήρηση του μαγαζιού). Διάβασα και τον Κάρλο Πετρίνι εδώ, λέει για «μεγάλες ΜΚΟ που ξεκίνησαν με ευγενή κίνητρα και κατέληξαν να αποτελούν οργανώσεις που ενδιαφέρονται μόνο να πληρώνουν τους μισθούς στους υπαλλήλους τους» – αυτό το φαινόμενο πρέπει να είναι οικουμενικό. Δεν γίνεται με κακοβουλία (τις περισσότερες φορές) ούτε συνειδητά. Όμως σιγά-σιγά εξαντλείται το αρχικό κεφάλαιο κι ο ενθουσιασμός, τα μέλη κουράζονται να βάζουν συνεχώς λεφτά από την τσέπη τους, να ξενυχτάνε, να τους χάνουν από τα σπίτια τους, οπότε προσαρμόζονται σε έναν επαγγελματισμό και δουλεύουν κατά τέτοιον τρόπο ώστε όχι ακριβώς να παράγουν έργο, αλλά να μπορούν να δηλώνουν ότι παράγουν έργο (έχει διαφορά). Οπότε λοιπόν η ΜΚΟ συνεχίζει να υπάρχει κι ο ΟΗΕ συνεχίζει να παραπονιέται ότι κάθε χρόνο πετιούνται δισεκατομμύρια δολάρια για την καταπολέμηση της φτώχειας στον Τρίτο Κόσμο με πενιχρά αποτελέσματα...

Κάπως έτσι λοιπόν κρίνω ότι πρέπει να διαβάσουμε τον Αριστοτέλη: είμαστε ΜΚΟ που συνεχώς αποκλίνουμε αδιόρατα και ασυνείδητα από το τέλος μας, το μόνο που μπορεί να μας δώσει την ευτυχία. Μεταμορφωνόμαστε σε κάτι άλλο, βάζουμε διαφορετικές προτεραιότητες, αποκτούμε διαφορετικό τρόπο σκέψης και ναι μεν επιτυγχάνουμε πολλά, όχι όμως την ευτυχία. Κάτι που μας δίνει ένα δεύτερο κριτήριο:
(2) Η αποτυχία της ευτυχίας είναι μια πράξη αυτοπαγίδευσης, αυτοεξαπάτησης, όχι μια βουλητική απόφαση αλλοτρίωσης. Ίσως να βάζουμε στόχο την ευτυχία, όμως συνεχώς κάνουμε μικρούς συμβιβασμούς και κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας με διάφορα προσχήματα, οπότε αποκλίνουμε από αυτήν όλο και περισσότερο. Κάπως έτσι η ζωή μετατρέπεται σε ποιήμα Κικής Δημουλά... 
Από μνήμης ένα στιχάκι του Τζελαλεντίν Ρουμί (νομίζω): «Η μοίρα χάραξε αδιάλλαχτες πορείες / Κι η αδυναμία τη θέληση πάει να γραπώσει / Σχωρνάμε τον εαυτό μας με δικαιολογίες / Και τη μοίρα βοηθάμε να μας εξοντώσει».


Βίκτωρ Φρανκλ 
Είναι αλήθεια ότι ο Αριστοτέλης άφησε ανοιχτά πολλά ερωτήματα για το τέλος μας. Εκτός αυτού, έθετε και μια προϋπόθεση για την ευτυχία: να έχει κανείς τουλάχιστον ένα μίνιμουμ ικανοποίησης. Δηλαδή, δεν πίστευε ότι μπορεί να ευτυχήσει κάποιος που έτυχε να γεννηθεί φτωχός ή άσχημος σαν τέρας ή να χάσει πρόσφατα ένα αγαπημένο πρόσωπο κ.α. Ο Βίκτωρ Φρανκλ βίωσε την κατάπτωση στην πιο ζοφερή της μορφή, πιο μίνιμουμ κι από το μίνιμουμ: Εβραίος από την Αυστρία που πέρασε τρία χρόνια σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθημερινά με την απειλή του θανάτου. Ήταν τυχερός και επιβίωσε, όμως προβληματίστηκε πολύ για τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους αντιδρούσαν οι κρατούμενοι στην κόλαση του στρατοπέδου. Άλλοι παραιτήθηκαν κι έπεσαν σε μια κατάσταση βραδυφλεγούς αυτοκτονίας, άλλοι συνέχισαν να αγωνίζονται• άλλοι έγιναν εγωιστές και σκληροί, άλλοι έγιναν αλληλέγγυοι και κράτησαν ηθικές στάσεις• μετά την απελευθέρωσή τους, άλλοι έπεσαν σε αυτοκαταστροφική κατάθλιψη την οποία δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν, άλλοι στάθηκαν γρήγορα στα πόδια τους και ξανάχτισαν τη ζωή τους. Ένα από τα βασικότερα συμπεράσματα του Β. Φρανκλ ήταν ότι μπορεί κάποιος να εργαστεί για την ευτυχία του (όχι να ευτυχήσει αλλά να εργαστεί για την ευτυχία του) ακόμα και στον πάτο του πηγαδιού, στον ζόφο των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Σταχυολογώ από το βιβλίο του, Man’s Search for Meaning (1946), τα σημεία που με ενδιαφέρουν, τις παρατηρήσεις του για το θέμα της ευτυχίας:

Ο Β. Φρανκλ είπε ότι δεν μπορείς ν’ αποφασίσεις να είσαι ευτυχισμένος, όπως αποφασίζεις π.χ. να σκεφτείς θετικά ή να συγκρατήσεις τα νεύρα σου. Αυτό πηγαίνει κόντρα στη λογική του don’t worry be happy. Αν δεν θέλουμε να παίζουμε με τις λέξεις, τότε μπορείς να είσαι ευτυχισμένος μόνο αν έχεις τον λόγο για να είσαι. Αν τον έχεις, τότε η ευτυχία θα προκύψει αυτόματα. Αν δεν τον έχεις, τότε απλά γίνεσαι ηθοποιός που παίζει έναν ρόλο. Δεν είναι στο χέρι σου να είσαι ευτυχισμένος, στο χέρι σου είναι μόνο να χτίσεις τον λόγο από τον οποίο θα προκύψει η ευτυχία. Κάτι που μας δίνει ένα ακόμη κριτήριο:
(3) Η ευτυχία είναι σαν σπίτι που χρειάζεται θεμέλια. Αν δεν υπάρχουν αυτά, τότε δεν μπορεί να υπάρξει και η ευτυχία. Δεν είναι μια υποκειμενική ψυχολογική κατάσταση που είναι στο χέρι σου να δημιουργήσεις
Όμως το πιο σημαντικό που επεσήμανε ο Βίκτωρ Φρανκλ είναι ότι η ευτυχία δεν μπορεί να επιδιωχθεί ευθέως. Μπορούμε να επιδιώξουμε ευθέως μόνο το τέλος μας, αυτό για το οποίο γεννηθήκαμε. Αν το κάνουμε, τότε η ευτυχία θα προκύψει ως παραπροϊόν. Όπως ακριβώς ο Ορφέας δεν μπορούσε να επιδιώξει ευθέως την Ευρυδίκη, μπορούσε μόνο να συγκεντρωθεί στη μουσική του και να έχει εμπιστοσύνη ότι η Ευρυδίκη θα τον ακολουθεί – κατά κάποιον τρόπο, ότι η Ευρυδίκη θα προκύψει ως παραπροϊόν της μουσικής του.

Αυτό δίνει μια παραπάνω ιδέα για τον τρόπο που εξαπατούμε τον εαυτό μας και μετατρέπουμε τη ζωή μας σε ποιήμα Κικής Δημουλά. Κάνουμε το λάθος του Ορφέα και επιδιώκουμε κάτι το οποίο μπορεί μόνο να προκύψει. Είναι λίγο σαν να επιδιώκουμε να μας πάρει ο ύπνος το βράδυ, κάτι που δεν μπορεί να γίνει ευθέως – συνήθως μάλιστα άμα το επιδιώξουμε ευθέως, θα έχουμε το αντίθετο αποτέλεσμα. Πρέπει απλώς να ηρεμήσουμε, να αφεθούμε και να έχουμε εμπιστοσύνη ότι ο ύπνος θα έρθει ως παραπροϊόν της ηρεμίας. Ο Β. Φρανκλ το παρομοίαζε με την ερωτική ηδονή: συνήθως όσο περισσότερο το ζευγάρι την επιδιώκει, τόσο δυσκολότερο γίνεται να την επιτύχει. Η ερωτική ηδονή είναι κάτι που πρέπει να προκύψει ως παραπροϊόν, όχι να επιδιωχθεί ευθέως. Το ίδιο ακριβώς και η ευτυχία.
(4) Ο τρόπος του Ορφέα: η ευτυχία δεν μπορεί να επιδιωχθεί ευθέως, μπορεί μόνο να προκύψει ως παραπροϊόν. Η νοοτροπία στην οποία καλλιεργηθήκαμε είναι να επιδιώκουμε πράγματα, να στοχεύουμε, να σχεδιάζουμε, να προγραμματίζουμε, να εργαζόμαστε για στόχους, να αποσκοπούμε σε προϊόντα, όχι παραπροϊόντα. Όμως αν θέλουμε κάποια μέρα να πούμε, «είμαι ευτυχισμένος!», πρέπει να το σκεφτούμε διαφορετικά. 
H επίτευξη της ευτυχίας στη ζωή μοιάζει με ένα καράβι που συνεχώς το χτυπάει πλάγιος άνεμος και αποκλίνει από τον προορισμό του:





Το Ε είναι η ευτυχία. Το παχύ πράσινο βελάκι είναι η αυτοεξαπάτηση, ότι επιδιώκουμε κάτι το οποίο μπορεί μόνο να προκύψει. Οπότε, αν κάποιος στοχεύσει στην ευτυχία και την επιδιώξει ευθέως, θα καταλήξει τελικά στο ΚΔ (= ποίημα Κικής Δημουλά), θα φτάσει μια μέρα να ομολογήσει στον εαυτό του: «δεν είμαι ευτυχισμένος...». Ό,τι επιδιώξει κανείς, θα καταλήξει στον πιο κάτω προορισμό. Προκειμένου να πετύχει την ευτυχία, αυτό που θα πρέπει να επιδιώξει ευθέως είναι το Τ, το τέλος του, το κόκκινο βελάκι στην παραπάνω εικόνα. Και τότε η ευτυχία θα προκύψει ως παραπροϊόν.

Η επόμενη επισήμανση του Β. Φρανκλ αποσαφηνίζει περισσότερο την παρατήρηση του Αριστοτέλη, ότι ευτυχία και ικανοποίηση είναι διαφορετικά ζώα. Ο Β. Φρανκλ έφτασε κι αυτός σε παρόμοιο συμπέρασμα, συγκεκριμένα ότι η ευτυχία δεν προκύπτει από την προσπάθεια για αύξηση των ευχάριστων, ικανοποιητικών ή άνετων στιγμών στη ζωή μας, δεν προκύπτει από την προσπάθεια για μείωση των οδυνηρών στιγμών. Έτσι ακριβώς το έβλεπε ο Επίκουρος και ο Bentham, όμως μακάρι να ήταν τόσο απλή η ζωή... Ο πόνος μπορεί κι αυτός να έχει θέση στην επίτευξη της ευτυχίας. Ακόμα και περιστατικά κακοπάθειας ή οδύνης μπορούν, παρόλα αυτά, να συντελέσουν στην ευτυχία κάποιου. «Κατά κάποιον τρόπο, ο πόνος σταματάει να είναι πόνος αν αποκτήσει ένα νόημα, για παράδειγμα το νόημα της θυσίας», έλεγε ο Β. Φρανκλ• θυμηθείτε τη σκηνή από το The Straight Story του David Lynch όπου ο Άλβιν θυσίασε σκόπιμα την άνεση και την ταχύτητα ενός αυτοκινήτου για την ταλαιπώρια και τη βραδύτητα του μηχανήματός του• ο Ζαν Πολ Σαρτρ έλεγε για τα νιάτα του στη γαλλική Αντίσταση ότι ήταν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής του, κι ότι ποτέ δεν κατάφερε να ξανανιώσει τέτοια ευτυχία, παρόλο που τότε κινδύνευε κάθε μέρα να προδωθεί και να σκοτωθεί• «υπερασπίσου το παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα», έλεγε το τραγούδι του Θεοδωράκη, δηλαδή ακόμα και τα βάσανα παύουν να είναι βάσανα αν χρησιμεύσουν ως θυσία για κάτι (για το παιδί, στη συγκεκριμένη περίπτωση): ο τρόπος που το έβλεπε ο Β. Φρανκλ, και συμφωνώ μαζί του, είναι ότι αυτό που κάνει τη ζωή κόλαση δεν είναι ακριβώς η κακοπάθεια καθαυτή, αλλά η κακοπάθεια που δεν συνοδεύεται από κάποιο νόημα (για παράδειγμα, το νόημα της θυσίας).

Η ζωή λοιπόν δεν είναι μια αφελής λογιστική μεταξύ ηδονής και οδύνης, δεν είναι μια συνάρτηση προσδοκώμενης χρησιμότητας, όπως στα Οικονομικά των δογματικών, όπου καλούμαστε να μεγιστοποιήσουμε την ευχαρίστηση και να ελαχιστοποιήσουμε την κακοπάθεια. Ο Bentham το έβλεπε ακριβώς έτσι, είχε προσπαθήσει μάλιστα να φτιάξει κι έναν μαθηματικό λογισμό ευτυχίας (“felicific calculus”). Όμως αυτή η αφελής αντίληψη της ζωής ως λογιστική μεταξύ ηδονής και οδύνης είναι συνταγή αποτυχίας για την επίτευξη της ευτυχίας, δρόμος που οδηγεί σε ένα μελλοντικό: «δεν είμαι ευτυχισμένος...». Η ευτυχία δεν είναι μαθηματικό μέγεθος, είναι ηρωικό μέγεθος.
(5) Ο πόνος, η κακοπάθεια μπορούν να έχουν θέση στην επίτευξη της ευτυχίας. Η ευτυχία δεν προκύπτει από την προσπάθεια για αύξηση των ευχάριστων, ικανοποιητικών ή άνετων στιγμών στη ζωή μας, δεν προκύπτει από την προσπάθεια για μείωση των οδυνηρών στιγμών. Θα πρέπει να το σκεφτείς διαφορετικά εδώ. 
Ο Β. Φρανκλ έδωσε κι ένα σημάδι ότι είσαι στο σωστό δρόμο ώστε να πεις κάποτε «είμαι ευτυχισμένος!» Το σημάδι αυτό είναι η εσωτερική ένταση. Αν αυτό που διαπιστώνεις στον εαυτό σου είναι γαλήνη, άνεση και εσωτερική ισορροπία, τότε πρόσεχε μην έχεις πάρει το μονοπάτι το πονηρό που πάει ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη, τον δρόμο που οδηγεί σε ένα μελλοντικό «δεν είμαι ευτυχισμένος...». Αντίθετα, τα σωστά σημάδια είναι αυτά της εσωτερικής έντασης: ταραχή, έγνοια, αίσθηση ότι καταβάλεις προσπάθεια, ότι αντιμετωπίζεις προκλήσεις... τέτοια πράγματα.
(6) Trouble is a friend, έλεγε το τραγούδι της Lenka. «Η εσωτερική ένταση είναι αναπόσπαστη προϋπόθεση της ψυχικής υγείας», έλεγε ο Β. Φρανκλ. Είναι το σωστό σημάδι ότι βρίσκεσαι στον δρόμο για να πεις κάποτε: «είμαι ευτυχισμένος!»  
Για την ακρίβεια, ο Β. Φρανκλ έδωσε κι ένα δεύτερο σημάδι ότι βρίσκεσαι στον σωστό δρόμο: το χιούμορ.


Κίρκεγκορ: Ζώντας Κριτικά
Αυτό που ο Αριστοτέλης έλεγε τέλος, ο Κίρκεγκορ το έλεγε σχέδιο του Θεού για τον εαυτό (God’s plan for the self). Φοβάμαι ότι θα αντιδράσετε στη χριστιανική ορολογία του Κίρκεγκορ γι’ αυτό και παίρνω το θάρρος να τον αποδώσω λίγο πιο ελεύθερα.

Και ο Κίρκεγκορ συμφωνούσε με τον Αριστοτέλη ότι το πραγματικό σου βιογραφικό είναι το τέλος σου, αυτό για το οποίο έχεις γεννηθεί. Όμως με ποιον τρόπο το έβλεπε;

- Το τέλος σου είναι αυτό για το οποίο είσαι διατεθειμένος να ζήσεις και να πεθάνεις («αυτό που πραγματικά θέλω είναι να ξεκαθαρίσω τι πρέπει να κάνω, όχι τι πρέπει να μάθω ... το μόνο που έχει σημασία είναι να βρω μια αλήθεια που να είναι αλήθεια για μένα, να βρω αυτό για το οποίο προτίθεμαι να ζήσω και να πεθάνω», έλεγε)

- Το να ταχθείς στο τέλος σου σημαίνει ότι η ζωή σου θα πρέπει να χρησιμεύει ως παράδειγμα γι’ αυτό. Θα πρέπει να μπορείς να παρουσιάσεις τη ζωή σου ως παράδειγμα για κάτι. Να το βεβαιώνεις με τις πράξεις, τη στάση και τη συμπεριφορά σου (όχι με τα λόγια ή τη θεωρητική σου γνώση ή τις αναρτήσεις στο facebook).

- Κάπου μάλιστα έλεγε κι ένα γοητευτικό, ότι μόνο άμα ταχθείς στο τέλος σου μπορείς πραγματικά να έχεις όνομα (“your name divinely understood” ήταν η έκφρασή του). Όλα αυτά τα Μαρία, Δημήτρης, Γιάννης, Βάσω κ.λπ. είναι απλώς ετικέτες, δεν είναι τα πραγματικά μας ονόματα• μόνο το τέλος σου είναι αυτό που σου δίνει το όνομά σου. Όποιος δεν μπορεί να παρουσιάσει τη ζωή του ως παράδειγμα για κάτι, δεν έχει και όνομα, μόνο ετικέτα.

- Το τέλος σου, έλεγε ο Κίρκεγκορ, δεν είναι κάτι που μπορείς να ορίσεις εσύ ο ίδιος, δεν είναι στο χέρι σου. Μπορείς μόνο να το ανακαλύψεις, με τον ίδιο τρόπο που κάποιος ανακαλύπτει ότι έχει μουσικό αυτί, ταλέντο στη ζωγραφική κ.λπ. Έτσι ακριβώς έβλεπε τη ζωή ο Κίρκεγκορ και συμφωνώ μαζί του: μια διαρκής πράξη αυτοανακάλυψης μέσα από τις εμπειρίες και τις καταστάσεις στις οποίες εμπλεκόμαστε. Κάτι που μας δίνει ακόμα ένα κριτήριο:
(7) Το τέλος μας δεν το ορίζουμε εμείς οι ίδιοι, δεν είναι στο χέρι μας, μόνο το ανακαλύπτουμε μέσα από το υλικό της ζωής και των εμπειριών μας. 
Εδώ όμως ο Κίρκεγκορ είχε πολλά περισσότερα να παρατηρήσει για το θέμα που άφησε ανοιχτό ο Αριστοτέλης: πώς ανακαλύπτουμε αυτό για το οποίο έχουμε γεννηθεί, το μόνο που μπορεί να μας δώσει κάποτε την ευτυχία; Δίνω πρώτα μερικές πιθανές απαντήσεις:

- Ακολουθούμε κάποια θρησκευτική διδασκαλία, αυτή που μας ταιριάζει περισσότερο.

- Ακολουθούμε κάποια βιοτική φιλοσοφία, αυτή που μας ταιριάζει περισσότερο.

- Ακολουθούμε τα διδάγματα της επιστήμης για τον άνθρωπο, είτε ως κοινωνικό είτε ως βιολογικό ον.

- Ακολουθούμε το παράδειγμα των πολλών. Όπως οι περισσότεροι, δίνουμε πανελλήνιες, παίρνουμε κάποιο πτυχίο, παντρευόμαστε, κάνουμε οικογένεια, διακοπές μια φορά τον χρόνο, χτίζουμε καριέρα, αγοράζουμε αυτοκίνητο κ.λπ.

- Κάνουμε ψυχανάλυση ώστε να βρούμε τον εαυτό μας.

- Μονάζουμε ώστε να γνωρίσουμε το βάθος της ψυχής μας μέσα από την προσευχή, τον διαλογισμό, τις πνευματικές ασκήσεις κ.λπ.

- Ούτε καν απασχολούμαστε με τέτοια θέματα, τα βγάζουμε από το μυαλό μας και αφοσιωνόμαστε στα άμεσα προβλήματα της ζωής μας.

Κανένα από τα παραπάνω, έλεγε ο Κίρκεγκορ! Όλα αυτά είναι εγγυήσεις αποτυχίας, δρόμοι που οδηγούν στο «δεν είμαι ευτυχισμένος...». Ο Κίρκεγκορ μάλιστα έλεγε κάτι ακόμα ισχυρότερο: ότι δεν υπάρχει απολύτως τίποτα, καμία θεωρία, συνταγή, πεπατημένη, συμβουλή, φιλοσοφία, σοφία ηλικιωμένων, βιοτικός κανόνας που θα μας υποδείξει το τέλος μας, τίποτα, τίποτα, ΤΙΠΟΤΑ. Γιατί όμως;

Ο Κίρκεγκορ απέρριπτε όλες τις συνταγές για την ευτυχία διότι η αφετηρία του ήταν η μόνιμη αυτοεξαπάτηση όλων μας (το παχύ πράσινο βελάκι στην παραπάνω εικόνα). Όποια συνταγή κι αν ακολουθήσουμε, είναι σίγουρο ότι θα κάνουμε ασύνειδους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις – και θα τις εκλογικεύσουμε κιόλας για να τις δικαιολογήσουμε στον εαυτό μας, θα νομίζουμε ότι είμαστε χαρούμενοι όμως μετά από καιρό θα ομολογήσουμε ότι τελικά δεν ήμασταν. Ουσιαστικά, με τον εαυτό μας είναι που παλεύουμε, όχι τόσο με τις εξωτερικές καταστάσεις.

- Το «παλεύω με τις εξωτερικές καταστάσεις» είναι το χαρακτηριστικό όλων των σύγχρονων επιστημών που ασχολούνται με τον άνθρωπο• το χαρακτηριστικό όμως του τρόπου που το έβλεπε ο Κίρκεγκορ (κι ο Β. Φρανκλ) είναι: «ουσιαστικά, παλεύεις με τον εαυτό σου».

- Όλα τα λεφτά στη συμβατική επιστημονική στάση είναι η μεγιστοποίηση της ικανοποίησης που λαμβάνεις από εξωτερικές καταστάσεις έχοντας δεδομένες ανάγκες και επιθυμίες• όλα τα λεφτά στην οπτική του Κίρκεγκορ είναι ότι δεν ξέρεις καν τις ανάγκες και τις επιθυμίες σου. Η αυτοεξαπάτηση.

Στη σημερινή εποχή, μετά και το Νόμπελ στον Danny Kahneman, δεν ακούγονται πλέον εξωφρενικές οι παρατηρήσεις του Κίρκεγκορ για τον θεμελιώδη ρόλο της αυτοεξαπάτησης. Στον καιρό του όμως, μέσα 19ου αιώνα, ήταν πολύ μόνος όταν τα έλεγε. Πάντως μας δίνει ακόμα ένα κριτήριο:
(8) Ένα ανησυχητικό σημάδι ότι βρίσκεσαι σε τροχιά ποιήματος Κικής Δημουλά είναι όταν νιώθεις μόνιμα ότι παλεύεις με εξωτερικές καταστάσεις και γεγονότα. Ένα σημάδι ότι βρίσκεσαι στον σωστό δρόμο είναι όταν φτάνεις συχνά στη διαπίστωση: «τελικά, με τον εαυτό μου είναι που παλεύω»
Να δώσω ένα παράδειγμα γι’ αυτήν την αυτοεξαπάτηση. Τα διάφορα happiness index, οι δείκτες των Οικονομικών που υποτίθεται ότι μετράνε τη συλλογική ευτυχία κάθε χώρας, ξεκίνησαν βασισμένα σε ερωτηματολόγια και υποκειμενικές κρίσεις: «πόσο χαρούμενος αισθάνεστε;», «πόσο ικανοποιημένος είστε από τη ζωή σας;» κ.λπ. Η κριτική που έκανε εδώ ο Αμάρτυα Σεν (ο οποίος συχνά τοποθετείται πιο κοντά στον Κίρκεγκορ παρά στη συμβατική επιστημονική στάση) είναι ότι δεν είμαστε οι καλύτεροι κριτές για την προσωπική μας χαρά. Αντιγράφω το επίμαχο σημείο (από το Utilitarianism and Welfarism, σελ. 475):
Σκεφτείτε έναν που αναγκάζεται να δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ, είναι πολύ στερημένος, φτωχός, άρρωστος και θύμα εκμετάλλευσης, όμως πείθεται να είναι ικανοποιημένος με τον λαχνό που του έτυχε στη ζωή (ας πούμε, λόγω θρησκευτικής ή πολιτικής προπαγάνδας, ή κοινωνικής πίεσης). Είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι πραγματικά ευτυχισμένος και ικανοποιημένος; Είναι δυνατόν να ζει μια καλή ζωή;  
Έτσι ακριβώς την πατάμε κι εμείς. Θα πρέπει να δούμε τον εαυτό μας σαν τον άνθρωπο στο παράδειγμα του Σεν, όμως ο προπαγανδιστής που μας αποκοιμίζει είμαστε εμείς οι ίδιοι. Κάποιος που απαντάει, «είμαι καλά», δεν σημαίνει ότι είναι καλά, ακόμα κι αν το πιστεύει ειλικρινά. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα, ότι το πιστεύει ειλικρινά. Αυτό είναι το πρόβλημα όλων μας. Οπότε, έλεγε ο Κίρκεγκορ, χρειάζεται ένα είδος κριτικότητας απέναντι στον εαυτό και στη ζωή μας, αν θέλουμε κάποτε να πετύχουμε την ευτυχία. Χρειάζεται η συνειδητοποίηση ότι δεν είμαστε οι καλύτεροι κριτές ακόμα και για την προσωπική μας χαρά.

Διότι κατά βάθος την ξέρουμε την απάντηση! Είναι ειρωνικό: εκατομμύρια άνθρωποι σήμερα δεν είναι ευτυχισμένοι, ψάχνουν να βρουν τον εαυτό τους, αναρωτιούνται τι θέλουν από τη ζωή, γυρεύουν απαντήσεις. Όμως κατά βάθος ξέρουν τις απαντήσεις. Το θέμα δεν είναι ότι δεν ξέρουν τι ψάχνουν, το θέμα είναι ότι δεν έχουν το θάρρος και την τιμιότητα προς τον εαυτό τους να το παραδεχτούν, οπότε χαραμίζουν συνεχώς τη μεγάλη χαρά (ευτυχία) για τη μικρή (ικανοποίηση), βρίσκουν τρόπο να εξαπατήσουν τον εαυτό τους εκλογικεύοντάς το και.... καταντά το αύριο σαν αύριο να μη μοιάζει. Ο Πολίτης Κέιν, που από αντισυστημικός και ριζοσπάστης μεταμορφώθηκε σε μέρος του συστήματος το οποίο κάποτε πολεμούσε, ήξερε κατά βάθος ότι συμβιβαζόταν και εξαπατούσε τον εαυτό του, όμως δεν είχε το κουράγιο να το παραδεχτεί. Μια ΜΚΟ που ξεκίνησε με αφοσίωση και πάθος για έναν ευγενή στόχο όμως στην πορεία τα μέλη της κουράστηκαν και συμβιβάστηκαν σε έναν επαγγελματισμό, ήξεραν κατά βάθος ότι αυτοεξουδετερώνονται. Όμως δεν είχαν το θάρρος και την τιμιότητα προς τον εαυτό τους να το παραδεχτούν. Ή, μια εναλλακτική διατύπωση: απέτυχαν να κρατήσουν μια κριτική στάση απέναντι στον εαυτό τους. Από συνέντευξη του N.N.Taleb στους Financial Times:
- (ΕΡΩΤΗΣΗ) Φιλοδοξία ή ταλέντο; Ποιο είναι πιο σημαντικό για την επιτυχία; 
- (ΑΠΑΝΤΗΣΗ) Και τα δυο είναι νεωτερικές σαχλαμάρες. Η επιτυχία είναι κάτι που έχει να κάνει με το αίσθημα τιμής, με την αίσθηση ότι ζεις σύμφωνα με ηθικές αρχές, με την απουσία ντροπής για τον εαυτό σου, δεν είναι κάποιο μετρήσιμο εξωτερικό μέγεθος όπως θέλουν οι εφημερίδες.  
Όπως το θέτει ο Taleb, είναι σαν μόνιμα να ντρεπόμαστε για τον εαυτό μας. Για τους συμβιβασμούς που έχουμε κάνει, τις ατολμίες και τις υποχωρήσεις μας. Οπότε, συνηθίζουμε σ’ αυτή τη μόνιμη ντροπή, στη μόνιμη απουσία τιμής, συναναστρεφόμαστε με άλλους που εξίσου ντρέπονται για τον εαυτό τους και αλληλοπαρηγοριόμαστε ταυτίζοντας την επιτυχία με το εισόδημα ή με τη δημοσιότητα ή με τις περγαμηνές μας κ.λπ. Έτσι θα πρέπει να το δούμε.

Σημειώστε στην παραπάνω φράση του Taleb κι αυτό το κιρκεγκαρντιανό, αντι-επιστημονικό στοιχείο που είπαμε πιο πριν: κατά βάθος, με τον εαυτό μου είναι που παλεύω, όχι με τις εξωτερικές καταστάσεις («η επιτυχία δεν είναι ένα μετρήσιμο εξωτερικό μέγεθος»).

Η κριτική λοιπόν στάση απέναντι στη ζωή και στον εαυτό μας συνίσταται στο να παραδεχτούμε ότι, κατά βάθος, ξέρουμε τις απαντήσεις, αυτό που ψάχνουμε. Και το ξέρουμε μέσα από το υλικό των εμπειριών και της ζωής μας, ό,τι κι αν είναι αυτή, μικρή ή μεγάλη, σπουδαία ή ασήμαντη. Διότι όλοι κατά καιρούς νιώσαμε ψήγματα από τη βαθιά εσωτερική πλήρωση, την οργιαστική ζεστασιά της ευτυχίας, νιώσαμε ότι ζούμε πραγματικά, όμως δεν βρήκαμε το κουράγιο να πάρουμε τα απαραίτητα ρίσκα και να κάνουμε τις αναγκαίες θυσίες για να παραμείνουμε στην τροχιά της μεγάλης χαράς (ευτυχία). Φοβηθήκαμε και πισωπατήσαμε στον κικηδημουλισμό.

Είναι γεγονός: η ζωή προσφέρει σε όλους μας τις ενδείξεις της ευτυχίας. «Τη ζωή τη ζούμε προς τα μπρος όμως την κατανοούμε προς τα πίσω», σχολίαζε ο Κίρκεγκορ. Πότε είπες «είμαι ζωντανός!», πότε ένιωσες ότι έζησες πραγματικά; Και αντίστροφα: πότε μοιάζει ότι η ζωή κύλησε σαν νερό, πέρασε και δεν άγγιξε; Πότε μοιάζει σαν να υπάρχει ένα κενό ζωής; Όπως έλεγε κι ο Τσάκωνας σ’ αυτή τη σκηνή από το Μάθε Παιδί Μου Γράμματα: «Έξι χρόνια στο δημοτικό... και έξι χρόνια στο γυμνάσιο, δώδεκα... και έξι χρόνια στο πολυτεχνείο, δεκαοχτώ... και έξι χρόνια στο εξωτερικό, είκοσι τέσσερα... και έξι χρόνια μέχρι που να πάω σχολείο, τριάντα... μέχρι τα τριάντα έξι που είμαι τώρα, λείπουν άλλα έξι χρόνια... Πού πήγαν; Τι γίναν έξι χρόνια;»

Ένα από τα πιο ανατριχιαστικά πράγματα που διάβασα ποτέ στο ίντερνετ ήταν εδώ, τα τελευταία λόγια ενός παππού στο νεκροκρέβατό του:
Πριν λίγες δεκαετίες, ένας φίλος μου είπε την περίπτωση του ετοιμοθάνατου παππού του, ενός ανθρώπου που ποτέ δεν κυνήγησε τα όνειρα που είχε στα νιάτα του. Ούτε καν προσπάθησε, για διάφορους λόγους. Όταν ήταν πια στο νεκροκρέβατο, μια από τις τελευταίες του κουβέντες στον εγγονό του ήταν:
«Τι; Δηλαδή, αυτό ήταν;» (“What? So that was it?”) 
Ετοιμάζεσαι να πεθάνεις, αναλογίζεσαι τη ζωή που (δεν) έζησες και το μονο που έχεις να πεις είναι: «Τι, δηλαδή, αυτό ήταν;»... Σαν πολυδιαφημισμένη ταινία που πηγαίνεις να τη δεις όλος προσδοκία, όμως τελικά βγαίνεις από το σινεμά απογοητευμένος, έχασες δυο ώρες από τη ζωή σου. Ή και την ίδια τη ζωή σου.

Σε αντίθεση μ’ αυτό, μπορούμε να δούμε τον φοβερό κύριο Τζιάκομο Καζανόβα, έναν τυχοδιώκτη του 18ου αιώνα που ταξίδεψε όλη την Ευρώπη από περιπέτεια σε περιπέτεια, από γυναίκα σε γυναίκα, από σκάνδαλο σε σκάνδαλο, κι από πάτρωνα σε πάτρωνα. Γνώρισε τον Γκαίτε, τον Ρουσσώ και τον Μότσαρτ, φυλακίστηκε, δραπέτευσε, ερωτεύτηκε (αμέτρητες φορές), υπέφερε, έμαθε να χειρίζεται τους ανθρώπους, έγινε γιατρός, μουσικός, στρατιωτικός, νομικός, ελευθεροτέκτονας, χαρτοπαίκτης, μοναχός, κυβερνητικός αξιωματούχος, θαυματοποιός, κατάσκοπος, αλχημιστής, ρισκάρισε τη ζωή του, μονομάχισε με μαρκήσιους και αξιωματικούς, έκανε απίθανες φάρσες, άνοιξε ένα εργοστάσιο, του το φάγαν τα χρέη και οι γυναίκες, έγραψε ένα θεατρικό έργο... έκανε πολλά. Δεν ήταν όλα ευχάριστα. Πέρασε από βάσανα και μεγάλες αγωνίες. Πολλές φορές έχασε τα πάντα και ξεκίνησε από το μηδέν. Πολλές φορές πίστεψε ότι έφτασε το τέλος του. Όμως, όπως το έθετε ο ίδιος, όταν σε μεγάλη ηλικία πλέον κάθισε να γράψει τα απομνημονεύματά του: «Δεν μπορώ να το αρνηθώ, vixi» – δηλαδή έζησα, στα λατινικά.

Οι περίοδοι της ζωής μας που αποπνέουν μια αίσθηση vixi, ότι ζήσαμε πραγματικά, είναι αυτές όπου βρήκαμε το κουράγιο και προσανατολιστήκαμε στο τέλος μας. Και αντίστροφα: οι περίοδοι που μοιάζουν χαμένες, κενό ζωής, είναι αυτές που φοβηθήκαμε και απομακρυνθήκαμε από το τέλος μας. Το θέμα δεν είναι κάποιο είδος διανοητικής γνώσης, το θέμα είναι να έχουμε το θάρρος και την τιμιότητα προς τον εαυτό μας να παραδεχτούμε ότι, κατά βάθος, ξέρουμε τις απαντήσεις. Αυτό είναι το ζώντας κριτικά του Κίρκεγκορ. Και μόνο έτσι μπορούμε να ανακαλύψουμε το τέλος μας, δεν υπάρχει άλλος τρόπος: επισκευάζοντας το καράβι εν πλω, σανίδα τη σανίδα, με όποια κατανόηση έχουμε, χωρίς τίποτα το απόλυτο να κρατηθούμε – χωρίς κάτι να παίζει τον ρόλο του ναυπηγείου, χωρίς καμία θεωρία, μπούσουλα, συνταγή, μεγάλο μυστικό για τον άνθρωπο και τη ζωή. Όλα τα ναυπηγεία είναι εγγυήσεις αποτυχίας.
(9) Τη ζωή τη ζούμε προς τα μπρος όμως την κατανοούμε προς τα πίσω. Το τέλος μας εκδηλώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στη ζωή μας, αφήνει μια αίσθηση vixi! Και αντίστροφα: όταν εξαπατάμε τον εαυτό μας και πισωπατάμε στον κικηδημουλισμό, μένουμε με την αίσθηση ότι κάποιος έκλεψε τα χρόνια μας. 
Θέλω όμως να συζητήσω περισσότερο το ζώντας κριτικά του Κίρκεγκορ, την επιμονή του ότι μόνο μέσα από το υλικό της ζωής και των εμπειριών μας θα ανακαλύψουμε το τέλος μας. Θα το δείξω με μια παρομοίωση από τις εμπειρικές έρευνες που έγιναν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες στους ντιζάινερς (η λέξη εδώ σημαίνει αρχιτέκτονες, σχεδιαστές, προγραμματιστές, γραφίστες και άλλους συναφείς επαγγελματίες).

Στον χώρο του ντιζάιν έχει καταδειχθεί ότι ο τρόπος εργασίας των ντιζάινερ είναι αμεθοδικός. Η πράξη του ντιζάιν είναι μια διαρκής και αμφίδρομη αλληλεπίδραση μεταξύ του προσδιορισμού του προβλήματος και της εντόπισης λύσεων: κάποιες φορές ο προσδιορισμός οδηγεί σε συγκεκριμένες λύσεις, άλλες φορές η συγκεκριμενοποίηση μιας λύσης οδηγεί σε αναθεώρηση του προβλήματος, κι αυτό γίνεται συνεχώς. Ένα παράδειγμα εδώ που έχει μελετηθεί καλά είναι τα σκίτσα των αρχιτεκτόνων. Σχεδόν όλοι οι αρχιτέκτονες όταν ξεκινούν να δουλεύουν ένα πρόβλημα παράγουν σκίτσα εντατικά και ιδιοσυγκρασιακά – συνήθως μ’ ένα απλό μολύβι σ’ όποιο κομμάτι χαρτί βρεθεί μπροστά τους. Οι εμπειρικές έρευνες έδειξαν οι αρχιτέκτονες ανακαλύπτουν στοιχεία στα σκίτσα τους, τα οποία δεν είχαν υπόψη όταν τα σχεδίαζαν, και επίσης χρησιμοποιούν αυτές τις απρόσμενες ανακαλύψεις για να αναθεωρήσουν το πρόβλημα. Μια περίπτωση από την έρευνα της G. Goldschmidt (On visual design thinking, 1996):

Ένας φοιτητής αρχιτεκτονικής και στα πλαίσια πανεπιστημιακού μαθήματος είχε να σχεδιάσει ένα νηπιαγωγείο εντός αστικού ιστού, σχήματος L, σε ελαφρά επικλινές έδαφος, με τρεις χώρους δραστηριοτήτων, εξωτερικές παιδικές χαρές κ.α. Ο φοιτητής είχε ήδη ολοκληρώσει ένα σχέδιο, το οποίο είχε εγκριθεί από τους καθηγητές του. Δεν τον ικανοποιούσε όμως, είπε στους ερευνητές ότι έμοιαζε πολύ με τα σχέδια άλλων συμφοιτητών του, και ήθελε να το ξανασχεδιάσει από την αρχή.


Το αρχικό σχέδιο του φοιτητή για το νηπιαγωγείο 


Πρώτα κάθισε μπροστά από ένα κομμάτι χαρτί χωρίς να έχει κάποια ιδέα. Πήρε το μολύβι κι άρχισε να παίζει μ’ αυτό, η επιθυμία να κάνει κάτι ήταν ακαταμάχητη. Σχεδίασε την υπογραφή του. «Πραγματικά μ’ αρέσει η υπογραφή μου», μονολόγησε. Τη σχεδίασε και δεύτερη φορά, καθώς και μια τρίτη με μικρές παραλλαγές. Τη σχεδίασε εφτά φορές συνολικά, μέχρι που το χαρτί γέμισε με ελαφρώς διαφοροποιημένες υπογραφές. Προσηλώθηκε στην τελευταία. «Για δες, αν το κάνω σωστά, τότε τα δύο γράμματα της υπογραφής περιγράφουν έναν χώρο». Πήρε ένα χοντρότερο μολύβι και πάτησε τις γραμμές γύρω από τα δύο γράμματα. Ο χώρος έγινε ξεκάθαρος κι αυτό του ήρθε σαν αποκάλυψη. Σχεδίασε ακόμα μια ακόμα φορά την υπογραφή του ώστε να τονίζεται ο εσώκλειστος χώρος. Κατόπιν, πήρε αυτό το τμήμα της υπογραφής και το ταίριαξε σε ένα τοπογραφικό της περιοχής. «Αυτό κάτι λέει. Νομίζω πως μπορώ να το δουλέψω».

 Το σκίτσο αριστερά είναι το τμήμα της υπογραφής που απομόνωσε ο φοιτητής


Κατόπιν άρχισε να μεταμορφώνει το σχήμα σε κανονικό αρχιτεκτονικό σχέδιο και να εξετάζει πάνω σ’ αυτό τα δεδομένα του προβλήματος. Σε κάποια στιγμή είπε: «Είναι αυτό που ήθελα. Όχι εκείνες τις ευθείες, τακτοποιημένες γραμμές, τις κανονικές γωνίες και τα κυβάκια! Οι καμπύλες είναι όμορφες!» Σύντομα έφτιαξε ένα πρώτο σχέδιο με διακριτούς χώρους και περιοχές δραστηριοτήτων, και άρχισε να δουλεύει με μεγαλύτερη ακρίβεια το πρόβλημα: πού θα είναι η κυρία είσοδος; Τι θα κάνει με την κλίση του εδάφους; Θα βάλει σκαλοπάτια; κ.λπ. Έβαλε ένα λευκό φύλλο χαρτί επάνω στο προηγούμενο σκίτσο, το αντέγραψε κι άρχισε να καταπιάνεται από την αρχή με το πρόβλημά του. Σχεδίασε ένα βέλος για τον Βορρά ώστε να έχει αντίληψη για τη φωτεινότητα των χώρων. Επίσης άρχισε να μετράει και να κάνει υπολογισμούς πάνω στο σχέδιο.


Τμήμα από το χαρτί στο οποίο ο φοιτητής άρχισε να δουλεύει ακριβέστερα το σχέδιο


Κατόπιν, κι αφού ο φοιτητής είχε πλέον δουλέψει καλά όλα τα στοιχεία του προβλήματος, άρχισε να φτιάχνει τη μακέτα. Κατά τη διαδικασία αυτή, εντόπισε διάφορα άλλα θέματα τα οποία δεν είχε λάβει υπόψη προηγουμένως (π.χ. τα παράθυρα του νηπιαγωγείου) κι έκανε μικρές τροποποιήσεις.


Η μακέτα πριν τα τελικά σχέδια 


Μετά κι από τη μακέτα, άρχισε να σχεδιάζει τα τελικά σχέδια που θα παρέδιδε προς αξιολόγηση. Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης στους καθηγητές, ο φοιτητής δεν αναφέρθηκε καθόλου στην υπογραφή του, είπε ότι δεν το θεώρησε σημαντικό. «Εξήγησε» ότι ο σκοπός του ήταν από την αρχή να φτιάξει ένα σχέδιο χωρίς ευθείες γραμμές και γωνίες, ότι για τόσο μικρά παιδιά είναι καλύτερο να είναι όλα καμπύλα και ομαλά. Συζητώντας με τους ερευνητές μετά το τέλος της δουλειάς, «θυμήθηκε» ότι σχεδίασε την υπογραφή του σε κάποιο προχωρημένο σημείο, και παρατήρησε απλώς ως αξιοπερίεργο ότι το σχέδιό του μοιάζει με ένα τμήμα της υπογραφής. Όταν, στο τέλος, οι ερευνητές τού έδειξαν το καταγεγραμμένο υλικό της έρευνας και το πώς πραγματικά δούλεψε, ο ίδιος σοκαρίστηκε.

Το αξιοσημείωτο εδώ, που μας ενδιαφέρει και για το θέμα της ευτυχίας, είναι ότι ο φοιτητής ουσιαστικά πάλευε με τον εαυτό του, όχι με το πρόβλημα. Ένιωθε από την αρχή δυσαρέσκεια με το προηγούμενο σχέδιο, κάτι δεν του πήγαινε καλά. Νόμιζε ότι ήξερε τι ήταν αυτό που τον ενοχλούσε. Στην πορεία τού έκαναν κλικ οι καμπύλες γραμμές της υπογραφής του, και μόνο από κάποια στιγμή και μετά μπόρεσε να αρθρώσει την αιτία της δυσαρέσκειας. Τότε μόνο ήταν που ανακάλυψε το τέλος της σχεδιαστικής του δουλειάς (ότι ένα κτίριο χωρίς ευθείες και γωνίες θα είναι πιο φιλικό για τόσο μικρά παιδιά). Στο φινάλε, εκλογίκευσε και τον τρόπο εργασίας του, «θυμήθηκε» ότι ήθελε από την αρχή ένα κτίριο με καμπύλες κ.λπ. (αυτό το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί σε πάμπολλους ντιζάινερς: αν θέλεις να μάθεις πώς δουλεύουν, δεν είναι η καλύτερη ιδέα να τους ρωτήσεις, συνήθως το τακτοποιούν και το εκλογικεύουν εκ των υστέρων, ακόμα και στον εαυτό τους, δίνουν μια κομψή αφήγηση. Καλύτερη ιδέα είναι να τους παρατηρήσεις την ώρα που δουλεύουν• τότε θα δείς κάτι διαφορετικό από αυτό που θα σου παρουσιάσουν οι ίδιοι κατόπιν. Η αυτοεξαπάτηση που επεσήμανε ο Κίρκεγκορ είναι πολυεπίπεδο φαινόμενο).

Ακριβώς αυτό που έκανε ο φοιτητής καλούμαστε να κάνουμε κι εμείς, αν θέλουμε κάποτε να πούμε: «είμαι ευτυχισμένος!». Κάτι δεν πάει καλά με τη ζωή μας, κάτι λείπει, έχουμε μπει σε τροχιά ποιήματος Κικής Δημουλά... Πρέπει καταρχήν να βρούμε το θάρρος και να τα ξαναδουλέψουμε όλα. Ας μη βιαστούμε να πούμε τι δεν πάει καλά, ας μη βιαστούμε να ξέρουμε τι φταίει. Το πιο πιθανό είναι ότι θα πούμε κάτι λάθος (όπως ο φοιτητής αρχικά). Θα πούμε: «φταίει που δεν έχω περισσότερα λεφτά, που δεν μ’ αγαπάει η Μαρία, που δεν έφυγα από την Ελλάδα, που...». Το σημαντικό είναι να μην επαναπαυτούμε. Να συνεχίσουμε να ψάχνουμε στο παρελθόν μας τις στιγμές που δεν έλειπε τίποτα, να καταλάβουμε τι ήταν αυτό που μας γέμισε τόσο πολύ τότε. Και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.

Όπως και στην πράξη του ντιζάιν, το ζώντας κριτικά περιλαμβάνει ένα φαινόμενο Ντάγκλας Άνταμς: πολλές φορές, το θέμα δεν είναι να βρούμε τη Μεγάλη Απάντηση, το 42• αντίθετα, κάτι μας κάνει κλικ ότι το 42 είναι μέρος της Απάντησης και ψάχνουμε να βρούμε την Ερώτηση, σε τι απαντά το 42. Δηλαδή, ενώ νομίζουμε ότι ξέρουμε τον εαυτό μας κι αυτό που ψάχνουμε στη ζωή, ανακαλύπτουμε ότι κάποιες από τις καταστάσεις στις οποίες εμπλεκόμαστε μάς τραβάνε και μας απορροφούν απροσδόκητα, μας αφήνουν μια αίσθηση vixi! (όπως οι αρχιτέκτονες που κάνουν απρόσμενες ανακαλύψεις στα σκίτσα τους, εντοπίζουν πράγματα που δεν τα είχαν υπόψη όταν τα σχεδίαζαν). «Η ευτυχία συνηθίζει να τρυπώνει από την πόρτα που ξέχασες ανοιχτή». Αυτή είναι η ώρα να αναθεωρήσουμε όσα νομίζαμε ότι ξέραμε για τον εαυτό μας• όχι «είμαι ο Χ και αυτό που ψάχνω στη ζωή είναι το Α», αλλά: «εφόσον το Β, κάτι διαφορετικό από το Α, είναι μέρος της απάντησης, τότε εγώ ποιος ακριβώς είμαι;»

Συμβαίνει επίσης και το συμπληρωματικό του: ενώ νομίζουμε ότι ξέρουμε τον εαυτό μας κι αυτό που ψάχνουμε στη ζωή, ανακαλύπτουμε ότι κάποιες από τις καταστάσεις στις οποίες στοχεύσαμε μάς αφήνουν τελικά με την απόγνωση του Τσάκωνα, «πού είναι τα χρόνια μου, ποιος τα έκλεψε;». Είναι εξίσου η στιγμή για να αναθεωρήσουμε όσα νομίζαμε ότι ξέραμε για τον εαυτό μας. Όλα χρειάζονται. Είναι σαν η ζωή να μας καλεί να φτιάξουμε ένα εξαιρετικό αρχιτεκτονικό σχέδιο, και πρέπει να καταλάβουμε τι ακριβώς είναι αυτό που δεν πάει καλά, τι μας ενοχλεί. Αναγκαστικά θα το εντοπίσουμε μέσα από την αίσθηση που αφήνουν οι καταστάσεις στις οποίες εμπλεκόμαστε. Αυτά είναι τα δικά μας πρόχειρα σκίτσα.

Σε κάποια στιγμή, στο μέτρο του θάρρους και της τιμιότητας προς τον εαυτό μας, θα καταλάβουμε το τέλος μας και όλα θα μπουν στη θέση τους – όπως ο φοιτητής κατάλαβε ότι τελικά αυτό που ήθελε ήταν ένα σχέδιο με καμπύλες. Και το κατάλαβε μέσα από την πράξη του, από το υλικό που είχε μπροστά του. Έτσι και σε μας: η ζωή μας είναι το υλικό μας.

Όμως το ζώντας κριτικά χρειάζεται αυτό που απουσιάζει από όλα τα ποιήματα της Κικής Δημουλά: θάρρος. Και τιμιότητα προς τον εαυτό μας. Πρέπει να βρούμε το κουράγιο και να εγκαταλείψουμε πεπατημένες, ενδεχομένως να θυσιάσουμε την άνεση και την ασφάλειά μας, την προβλεψιμότητα μιας κανονικοποιημένης ζωής και ποιος ξέρει τι άλλο, εφόσον κρίνουμε ότι αυτά οδηγούν στο «δεν είμαι ευτυχισμένος...». Όπως ο φοιτητής που είχε την τιμιότητα προς τον εαυτό του να μην καταπνίξει το ενοχλητικό συναίσθημα ότι κάτι δεν πάει καλά, και να ξαναπιάσει το σχέδιό του από την αρχή. Είπαμε, η ευτυχία είναι ηρωικό μέγεθος.

Εδώ μιλάει ένας άνθρωπος ο οποίος είναι απομακρυσμένος από το τέλος του και νιώθει τη ζωή του να γίνεται ποίημα Κικής Δημουλά:
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
Tων μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
Kαι θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
Xωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
Θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
Kι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
Θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

…………………………………………………

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
Kαι λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
Kι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
Θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.  
Εδώ είναι ο ίδιος άνθρωπος που στάθηκε τίμιος προς τον εαυτό του, βρήκε το θάρρος να ξαναδουλέψει τη ζωή του και να ταχθεί στο τέλος του:
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει
Κάτι που πάντα βρίσκεται σε αιώνια εναλλαγή
Κάτι που σκίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων
Και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη

………………………..

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε
Kι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
Εσείς τσιγάρο Κάμελ να καπνίζετε
Kι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουΐσκι

Οι πολιτείες ξένες να μας δέχονταν
Oι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
Κι εγώ σ’ αυτές απλά να σας εσύσταινα
Σαν σε παλιές γλυκές μου αγαπημένες.

Και μια βραδιά στην Μπούρμα ή στην Μπατάβια
Στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
Γυμνή στα δεκαεφτά, στιλέτα ανάμεσα
Θα δείτε την Γκρέτα να επιστρέψει  
Είπαμε όμως, θα συμφωνούσαν και ο Αριστοτέλης και ο Β. Φρανκλ και ο Κίρκεγκορ σ’ αυτό: η ευτυχία είναι ηρωικό μέγεθος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αδερφέ, δεν ξέρω τούτο το φεγγάρι
Στης καρδιάς της άδειας τη φυρονεριά
Πούθε τάχει φέρει, πούθε τάχει πάρει
Φωτεινά στην άμμο, χνάρια σαν κεριά.